- ερυθρότεφρος
- -η, -οαυτός που έχει χρώμα τεφρό με ερυθρά απόχρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + τέφρα. Η λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek